- πολύκρατο
- το / πολύκρατος, -ον, ΝΑνεοελλ.το ορυκτό πολύκραστοαρχ.ανακατεμένος πολύ, ανάμικτος με πολλά συστατικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κρατος (< θ. -κρᾱ- τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. εύ-κρατος, ισό-κρατος].
Dictionary of Greek. 2013.